κολοιωδης

κολοιωδης
    κολοιώδης
    κολοι-ώδης
    2
    напоминающий галок, галочий
    

(φιλία Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κολοιωδης" в других словарях:

  • κολοιώδης — daw like masc/fem acc pl (attic epic doric) κολοιώδης daw like masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κολοιώδης daw like masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοιώδης — κολοιώδης, ῶδες (Α) [κολοιός] 1. αυτός που μοιάζει με καλοιακούδα 2. αυτός που κάνει συντροφιά με τους ομοίους του («ζῷον οὐκ ἀγε λαῑόν ἐστιν οὐδὲ κολοιῶδες», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • κολοιώδη — κολοιώδης daw like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κολοιώδης daw like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κολοιώδης daw like masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοιῶδες — κολοιώδης daw like masc/fem voc sg κολοιώδης daw like neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»